Συγγραφείς

«Για τον ακραίο έρωτα μπορεί να γράψει κανείς μόνο με ακραίο τρόπο» Sarah Kane

Αντισυμβατική, προκλητική, καινοτόμα, δημιουργική και ταλαντούχα, παρά τη σύντομη ζωή της άφησε πίσω της ένα ρηξικέλευθο έργο το οποίο θα απασχολεί τη θεατρική και λογοτεχνική σκηνή για πολλά πολλά χρόνια ακόμα. Η Σάρα Κέιν (Sarah Kane, 3 Φεβρουαρίου 1971 – 20 Φεβρουαρίου 1999) ήταν Αγγλίδα θεατρική συγγραφέας. Τα έργα της έχουν ως αντικείμενο τη λυτρωτική αγάπη, τη σεξουαλική επιθυμία, τον πόνο, τα βασανιστήρια – σωματικά και ψυχολογικά – και τον θάνατο. Χαρακτηρίζονται από ποιητική ένταση, απλή γλώσσα, την εξερεύνηση της θεατρικής μορφής και, στα πρώιμα έργα της, από τη χρήση ακραίων και βίαιων ενεργειών στη σκηνή. Η ίδια η Κέιν, καθώς και οι μελετητές της δουλειάς της, όπως ο Γκράχαμ Σόντερς, εντοπίζουν μέρος της έμπνευσής της στο εξπρεσιονιστικό θέατρο και στην αγγλική αναγεννησιακή τραγωδία. Ο κριτικός Άλεξ Σιρζ αντιλήφθηκε το έργο της ως μέρος αυτού που η ίδια είχε ονομάσει θέατρο In-Yer-Face, μια μορφή δράματος που έσπασε τις συμβάσεις του νατουραλιστικού θεάτρου. Η δημοσιευμένη δουλειά της Κέιν περιλαμβάνει πέντε θεατρικά έργα, μία ταινία μικρού μήκους (Skin) και δύο άρθρα στην εφημερίδα “The Guardian”.

Αυτοκτόνησε στις 20 Φεβρουαρίου 1999 στο νοσοκομείο King’s College, σε ηλικία 28 ετών.

Βιβλία της στα ελληνικά:

(2001) Καθαροί, πια, Η Νέα Σκηνή

(2001) 4.48 ψύχωση, Κοάν

(2002) Έλεος και Φαίδρας έρως, University Studio Press

(2003) Λαχταρώ, Η Νέα Σκηνή

(2010) Crave, Κοάν

(2017) Η αγάπη της Φαίδρας, Bibliotheque

Μπορεί να βρείτε αυτό το βιβλίο ενδιαφέρον Ποιός φοβάται τη Sarah Kane; – Book Odyssey

Με αφορμή την επέτειο του θανάτου της θυμόμαστε το «Ένα ταξίδι στην κόλαση» – Sarah Kane (επιμέλεια Ειρήνη Λεβίδη):

«Αν οι άνθρωποι μπορούν να ερωτεύονται μετά από την καταστροφή, τότε ο έρωτας είναι η πιο μεγάλη δύναμη στον κόσμο».

«Για τον ακραίο έρωτα μπορεί να γράψει κανείς μόνο με ακραίο τρόπο. Αλλιώς δεν σημαίνει τίποτα».

«Θέλησα να παρουσιάσω τη βία στη σκηνή γιατί μερικές φορές πρέπει να βυθιστούμε στην κόλαση με τη φαντασία μας για να αποφύγουμε να πάμε εκεί στην πραγματικότητα».

«Υπάρχει κίνδυνος από υπερβολική δόση -της βίας- στο θέατρο όπως και στη ζωή. Το θέμα είναι αν θα το διακινδυνέψουμε ή όχι».

«Αν βιώσουμε κάτι μέσα από την τέχνη, ίσως μπορέσουμε να αλλάξουμε το μέλλον μας, γιατί η εμπειρία είναι αυτή που χαράζει την καρδιά μας διδάσκοντάς μας μέσα από την οδύνη, ενώ η απλή αναφορά στα γεγονότα μας αφήνει ανέγγιχτους».

«Έχει αποφασιστική σημασία να μπορέσεις να γίνεις ένας χρονογράφος της μνήμης, κάποιος που εγγράφει -στη μνήμη- γεγονότα που δεν έχουν ποτέ βιωθεί – για να μην τα αφήσει να συμβούν. Καλύτερα μια υπερβολική δόση στο θέατρο παρά στη ζωή».

«Έχω δει μια παράσταση που μου άλλαξε τη ζωή γιατί άλλαξε εμένα την ίδια, τον τρόπο που σκέφτομαι, τον τρόπο που συμπεριφέρομαι ή που προσπαθώ να συμπεριφέρομαι. Αν το θέατρο μπορεί να αλλάξει τη ζωή ενός ανθρώπου, τότε μπορεί μέσα απ’ την ίδια διαδικασία να αλλάξει και την κοινωνία, αφού εμείς όλοι μαζί και ένας ένας είμαστε κομμάτι της».

«Θεωρώ πώς είναι σημαντικό να έχουμε πάντα στο νου μας ότι το θέατρο δεν είναι κάτι που δρα “απ’ έξω” πάνω στην κοινωνία, αποτελεί μέρος της ίδιας της κοινωνίας, αντανάκλαση του τρόπου που οι άνθρωποι αυτής της κοινωνίας αντιλαμβάνονται τον κόσμο».

«Δεν έχω καμιά ευθύνη ως γυναίκα συγγραφέας γιατί δεν πιστεύω ότι υπάρχει τέτοιο είδος. Όταν οι άνθρωποι μιλούν για μένα ως συγγραφέα, είμαι αυτό, και έτσι θέλω να κρίνεται η δουλειά μου, βάσει της ποιότητας και όχι βάσει της ηλικίας, του γένους, της σεξουαλικής μου ταυτότητας ή του φύλου στο οποίο ανήκω. Δεν θέλω να είμαι εκπρόσωπος καμιάς βιολογικής ή κοινωνικής ομάδας στην οποία τυχαίνει να βρίσκομαι. Είμαι αυτό που είμαι. Όχι αυτό που θέλουν οι άλλοι να είμαι».

«Η μόνη μου ευθύνη ως συγγραφέως είναι αλήθεια, όσο σκληρή κι αν είναι.

«Δεν σκέφτομαι έναν κόσμο χωρισμένο σε άντρες και γυναίκες, θύματα και θύτες. Δεν νομίζω πως τέτοιου είδους διαχωρισμοί είναι χρήσιμοι στο γράψιμο γιατί συνήθως οδηγούν σε πολύ ρηχή συγγραφική παραγωγή».

«Η δουλειά μου είναι η αναπαράσταση. Οι θεατές πρέπει να κρίνουν ο καθένας για τον εαυτό του. Δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου να παίξω με τα συναισθήματα ή τις απόψεις του κόσμου. Προσπαθώ απλώς να πω την αλήθεια για την ανθρώπινη συμπεριφορά όπως τη βλέπω εγώ. Οι αντιδράσεις των ανθρώπων σ’ αυτό το θέμα θα είναι πάντα διαφορετικές. Δεν μπορώ να τι ελέγξω. Δεν θέλω να τις ελέγξω».

«Πιστεύω ότι θα πρέπει να καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε το κείμενο να υπερβαίνει αυτόν που το έχει γράψει. Και γι’ αυτό δημιουργώντας θέατρο προχωρώ περισσότερο με το συναίσθημα παρά με τη λογική».

«Το κοινωνικό πρόβλημα που με απασχολεί κυρίως είναι η ανειλικρίνεια, η οποία αρχίζει να γίνεται αισθητή από τη στιγμή που απαγορεύουν σε ένα παιδί να κλάψει. Με αηδιάζει το κοινό που χειροκροτεί στο θέατρο και μετά σχολιάζει ότι είδε μια βλακεία. Ζήτω τα ποδοσφαιρικά ματς! Εκεί επιτρέπεται να εκφράσουμε τα συναισθήματά μας ουρλιάζοντας».

«Πολλοί πιστεύουν ότι η κατάθλιψη σχετίζεται με το κενό, αντίθετα όμως είναι μια κατάσταση πληρότητας, όπου όλες οι αντιφάσεις είναι παρούσες. Δεν μπορείς να έχεις πίστη χωρίς αμφισβήτηση, αγάπη δίχως μίσος».

(απόσπασμα από το βιβλίο αφιέρωμα της παράστασης «Καθαροί, πια» από τη Νέα Σκηνή του Θεάτρου Οδού Κυκλάδων)

Κι ένα απόσπασμα από το «Λαχταρώ» σε μετάφραση Τζένη Μαστοράκη:

Και να θέλω να παίζουμε κρυφτό, και να σου δίνω τα ρούχα μου, και να σου λέω πόσο μ’ αρέσουν τα παπούτσια σου, και να κάθομαι στις σκάλες ώσπου να κάνεις μπάνιο, και να σου τρίβω το σβέρκο σου, και να σου φιλάω τα πόδια σου, και να σου κρατάω το χέρι σου, και να βγαίνουμε για φαγητό , και να μη με νοιάζει που θα μου τρως το δικό μου, και να βρισκόμαστε στο Ρούντυ’ς και να λέμε πώς τα περάσαμε σήμερα, και να σου δακτυλογραφώ την αλληλογραφία σου, και να σου κουβαλάω τα ντοσιέ σου, και να γελάω με την παράνοια σου, και να σου δίνω κασέτες που δεν θα τις ακούς, και να βλέπουμε καταπληκτικές ταινίες, και να βλέπουμε απαίσιες ταινίες, και να μαλώνουμε για το ραδιόφωνο, και να σε βγάζω φωτογραφίες όταν κοιμάσαι, και να σηκώνομαι πρώτος για να σου φέρω καφέ και κουλούρια και γεμιστά κρουασάν, και να πηγαίνουμε στο Φλοράντ για καφέ τα μεσάνυχτα, και να σ’ αφήνω να μου κάνεις τράκα τσιγάρα, και να μην καταφέρνω ποτέ να βρω ένα σπίρτο, και να σου λέω τι είδα στην τηλεόραση χτες το βράδυ, και να σε πηγαίνω στον οφθαλμίατρο, και να μη γελάω με τα αστεία σου, και να σε θέλω το πρωί αλλά να σ’ αφήνω να κοιμηθείς λίγο ακόμα, και να φιλάω την πλάτη σου, και να χαϊδεύω το δέρμα σου, και να σου λέω πόσο μα πόσο αγαπώ τα μαλλιά σου τα μάτια σου τα χείλη σου το λαιμό σου το στήθος σου τον κώλο σου το

και να κάθομαι στις σκάλες και να καπνίζω ώσπου να γυρίσει σπίτι ο διπλανός σου, και να κάθομαι στις σκάλες και να καπνίζω ώσπου να γυρίσεις σπίτι εσύ, και να τρελαίνομαι όταν αργείς, και να ξαφνιάζομαι όταν γυρίζεις νωρίτερα, και να σου χαρίζω ηλιοτρόπια, και να πηγαίνω στο πάρτι σου και να χορεύω ώσπου να πέσω ξερός, και να ‘μαι δυστυχισμένος όταν έχω άδικο, και να ‘μαι ευτυχισμένος όταν με συγχωρείς, και να χαζεύω τις φωτογραφίες σου και να παρακαλάω να σ’ ήξερα μια ζωή, και ν’ ακούω τη φωνή σου στο αυτί μου, και να νιώθω το δέρμα σου πάνω στο δέρμα μου, και να τρομάζω όταν θυμώνεις, και το ‘να σου μάτι κοκκινίζει και τ’ άλλο σου μάτι γαλάζιο, και να σ’ αγκαλιάζω όταν σε πιάνει αγωνία, και να σε κρατάω σφιχτά όταν πονάς, και να σε θέλω όταν σε μυρίζω, και να σε πληγώνω όταν σ’ αγγίζω, και να κλαψουρίζω όταν είμαι πλάι σου, και να κλαψουρίζω όταν δεν είμαι, και να κυλάει το σάλιο μου πάνω στο στήθος σου, και να σε πλακώνω και να σε πνίγω τις νύχτες, και να ξεπαγιάζω όταν μου παίρνεις τις κουβέρτες, και να ζεσταίνομαι όταν δεν μου τις παίρνεις, και να λιώνω όταν χαμογελάς και να διαλύομαι όταν γελάς, και να μην καταλαβαίνω όταν λες πως σε απορρίπτω, και ν’ αναρωτιέμαι πώς σου πέρασε ποτέ απ’ το νου ότι εγώ θα μπορούσα ποτέ να σε απορρίψω, και ν’ αναρωτιέμαι ποια είσαι αλλά να σε δέχομαι έτσι κι αλλιώς, και να σου λέω για το μαγεμένο δάσος τον άγγελο του δέντρου το αγόρι που πέρασε πετώντας τον ωκεανό επειδή σ’ αγαπούσε, και να σου γράφω ποιήματα, και ν’ αναρωτιέμαι γιατί δεν με πιστεύεις, και να σ’ αγαπάω τόσο βαθιά που να μην μπορώ να το βάλω σε λόγια…