Η Χαρά, ένα ανοιξιάτικο απόγευμα, συναντά τυχαία έναν άντρα σε μια καφετέρια και τον ερωτεύεται. Σε μια σύντομη συνάντηση, μερικών μόνο δευτερολέπτων, δεν καταφέρνει καν να μάθει το όνομά του. Ξημεροβραδιάζεται στην ίδια καφετέρια, στην ίδια πολυθρόνα, ελπίζοντας σε μια νέα συνάντηση. Μάταια. . . Καταφεύγει στον θείο Πάρη, τον άνθρωπο που τη μεγάλωσε μετά την εγκατάλειψή της από τον πατέρα της, είκοσι χρόνια πριν, όταν ήταν μικρό παιδί πέντε-έξι χρονών. Ο θείος, άνθρωπος νηφάλιος και ειρηνικός, δίνει το ερέθισμα στη Χαρά να αναζητήσει την χαμένη ταυτότητά της, να κλείσει τις πληγές του παρελθόντος και να βρει τη. . . χαρά της. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]