Είχαν να λένε στο νησί για την καλοσύνη του σε αντίθεση με την τσιγκουνιά της κυράς του, Κλεόπα, του φώναξε μια μέρα, ποιος είν` ετούνος που μας κλέβει τα σταφύλια, δεν τον θωρείς, κράξε του, Σώπα, μπρε γυναίκα ένα τσαμπάκι έκοψε, σιγά τη φύρα, απ` το μεταλλείο έρχεται ποδαράτο, γάνιασε απ` τη δίψα ο άνθρωπος, Μωρέ τι πάει να πει διψάει, κρίνε του, ποιος είν` αυτός που δε μας υπολογίζει στ` αμπέλι μας σαν τους άλλους τους εξαποδώ τους ξενόφερτους, θέλω να μάθω τώρα δα. Είδε κι έπαθε ο Κλεόπας, φωνάζει στο συντοπίτη, Έεε άνθρωπε, καλέ ποιος είσαι, ρωτάει η υναίκα μου, Καλέ εγώ `μαι, απαντάει ο στρατοκόπος και ο ωραίος στην κυρά του, Ώωω υναίκα, καλέ εκείνος είναι, λέει!
Τέτοιος ήταν ο Κλεόπας, το μολογάνε που δε μάσαγε κουκούτσια από κλανιές κυβερνώντων, αφού κατάφερνε να κουλαντρίζει τέτοια γυναίκα, που `ριχνε στο ίδιο τσουβάλι παντοειδείς εισβολείς εσωτερικού και εξωτερικού (ποντικούς στο κελάρι της, δοκιμαστές των σταφυλιών τους, όσες γλυκοκοίταζαν τον Κλεόπα της ή το πετρέλαιο στο Αιγαίο, `σωτήρες` λαών, εθνών και συνειδήσεων, τουτέστιν για το τελευταίο, εκπροσώπων θρησκειών, αιρέσεων, γκρουπούσκουλων, κ.ο.κ.), με το έτσι θέλω η αθεόφοβη, όλοι, κουτσοί στραβοί, στον Αϊ Παντελεήμονα! Και μόνος μάστορας για το θηρίο αυτό ο Κλεόπας, έ είναι να μην τον ακούνε, ό,τι και να `λεγε; […]
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]