«Η γωνία είναι καλή, ασφαλέστερη. Μένει έτσι εκτεθειμένη η μετωπική και η δεξιά μου πλευρά. Αν χρειαστεί, αν κριθεί απαραίτητο, γυρίζοντας ελαφρά προς τα δεξιά και ακουμπώντας την πλάτη και την κεφαλή στη γωνία ακριβώς, ασφαλίζω και τη δεξιά, ευάλωτη πλευρά. Με τα νώτα απρόσιτα και τα πλάγια απροσπέλαστα, ξέρεις τουλάχιστον από πού να περιμένεις τις κατευθυνόμενες βολές ή και τα αδέσποτα ιπτάμενα αντικείμενα. Μπορείς, επίσης, στη δεδομένη στιγμή, αν δεις και βρομάει το πράγμα -μιλάμε, εδώ, για ό,τι αστράφτει και, Θεός φυλάξοι, εκπυρσοκροτεί-, να γλιστρήσεις στην πρώτη στάση, στο πρώτο άνοιγμα της πόρτας, γοργά κι απρόσκοπτα. Και, αν τα πράγματα στενέψουν πολύ, να απεγκλωβιστείς μ΄ ένα μπραφ, με μιαν επιτόπια χαμηλή στροφή, κάνοντας τον βραχίονα μοχλό και υποστήριγμα, τυλίγοντας την παλάμη στη δοκό που ορθώνεται παράλληλα με το χώρισμα…» «… Και βρήκαν, επιπλέον, τους δικούς τους ή, εν πάση περιπτώσει, δεθήκανε άκοντες με κάποιους Αφρικανούς που τους διεκδικούν. Τους υιοθέτησαν -το μαγαζί τους, έστω- επίσης κάποιοι από τους εναπομείναντες ιθαγενείς, γέννημα θρέμμα, οι ριψοκίνδυνοι της περιοχής. Αντίδωρο σίγουρα στη γενναιότητα του Χριστόδουλου και του Περικλή, που τους έφεραν λίγη ζωή σ` αυτή την έρημο, μιαν όαση. Το στέκι τους. Και ανακατώνονται οι μουσικές και οι λαλιές και οι χειρονομίες σε τούτο το χωνευτήρι της Βαβέλ. Και ρίχνει ο Περικλής καμιά στροφή ρεμπέτικη, σαν πιο αψύς, σερέτης και μόρτης, προς αγαλλίαση της πελατείας, της ομήγυρης, για τα λάγνα τσιρίγματα -ειδικά αυτά!- των θηλυκών, λευκών κυρίως. Γκειά σου, Πέρη, όπας! Και πάνε όλα καλά, προσοδοφόρα. Τζάμι, όπως λέει ο Περικλής, που `ναι στα λόγια φειδωλός…». Ο Χρίστος Σ. Ντόκας, στα σύντομα κείμενα του βιβλίου αυτού, παλινδρομεί ανάμεσα στα πάτρια και στ` αλλότρια, ιχνηλατώντας το άλγος του νόστου που κατοικεί χειρονομίες, λόγια, τραγούδια. Ανασύρει πρόσωπα, τόπους και δρώμενα, ακροβατώντας ανάμεσά τους.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]